1 λευκό-στικτος
λευκό-στικτος, weiß gefleckt, δάμαλις, Aesch. Suppl. 350; λευκοστίκτῳ τριχὶ βαλιοὺς πώλους Eur. I. A. 221.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > λευκό-στικτος